- ἀληθέστατα
- ἀληθήςunconcealedadverbial superlἀληθήςunconcealedneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀληθέστατα — ἀληθέστατα , ἀληθής unconcealed adverbial superl ἀληθέστατα , ἀληθής unconcealed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθεστάτας — ἀληθεστάτᾱς , ἀληθής unconcealed fem acc superl pl ἀληθεστάτᾱς , ἀληθής unconcealed fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… … Dictionary of Greek
παναληθής — παναληθής, ές (ΑΜ) 1. αυτός που αληθεύει καθ όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός 2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.). επίρρ... παναληθῶς (Α) αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀληθής] … Dictionary of Greek
πανατρεκής — πανατρεκής, ές (Α) 1. εντελώς αλάνθαστος, αληθέστατος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανατρεκές αληθέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀτρεκής «αληθής, ακριβής, σωστός»] … Dictionary of Greek